βραχυλογία

βραχυλογία
η (AM βραχυλογία) [βραχύλογος / βραχυλόγος]
1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο
2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βραχυλογία — βραχυλογίᾱ , βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc/acc dual βραχυλογίᾱ , βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίᾳ — βραχυλογίαι , βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc pl βραχυλογίᾱͅ , βραχυλογία brevity in speech fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογία — η η συντομία στο λόγο: Η βραχυλογία, τις περισσότερες φορές, δείχνει άνθρωπο σοβαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχυλογίας — βραχυλογίᾱς , βραχυλογία brevity in speech fem acc pl βραχυλογίᾱς , βραχυλογία brevity in speech fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίαι — βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc pl βραχυλογίᾱͅ , βραχυλογία brevity in speech fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίαν — βραχυλογίᾱν , βραχυλογία brevity in speech fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογιῶν — βραχυλογία brevity in speech fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίαις — βραχυλογία brevity in speech fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίης — βραχυλογία brevity in speech fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”